«Ο καθένας μπορεί να θυμώσει, αυτό είναι εύκολο. αλλά το να είσαι θυμωμένος με το σωστό άτομο, και στον σωστό βαθμό, και τη σωστή στιγμή, και για τον σωστό σκοπό και με τον σωστό τρόπο, αυτό δεν είναι στη δύναμη του καθενός, δεν είναι εύκολο»…

Αυτά είναι λόγια του μεγάλου Έλληνα φιλοσόφου Αριστοτέλη, πριν από περισσότερα από 2.000 χρόνια…

Μοναδικός, αξεπέραστος και διαχρονικά διδακτικός…

Ο Αριστοτέλης στα Ἠθικὰ Νικομάχεια (1149a-1150a) διακρίνει τον θυμό από την ακράτεια και την επιθυμία.

Διαχωρίζει, παράλληλα, τα κίνητρα που τον προκαλούν, αλλά και τους διαφορετικούς τύπους των ακρατών ανθρώπων που μπορεί να συναντήσει κανείς.

Αναλυτικά η απόδοση από το αρχαίο κείμενο:

Ας προχωρήσουμε τώρα στην εξέταση της θέσης ότι η ακράτεια ως προς τον θυμό είναι λιγότερο επονείδιστη από την ακράτεια ως προς τις επιθυμίες.

Καταρχήν φαίνεται ότι ο θυμός «ακούει» ως ένα σημείο τη λογική, όμως την «ακούει» λανθασμένα, ακριβώς όπως οι γρήγοροι υπηρέτες, που πριν καλά – καλά ακούσουν όλα όσα τους λένε, βιάζονται να τρέξουν, και ύστερα κάνουν λάθος ως προς την εντολή που τους δόθηκε, ή όπως τα σκυλιά, που αρχίζουν να γαβγίζουν και μόνο που ακούν κάποιον θόρυβο από έξω, προτού ακόμη αντιληφθούν αν ο επισκέπτης είναι ένα γνωστό πρόσωπο·

έτσι και ο θυμός, εξαιτίας της έξαψης και της βιασύνης που είναι τα φυσικά του χαρακτηριστικά, «ακούει» τη λογική, δεν «ακούει» όμως την εντολή που του δίνει, και έτσι ορμάει να πάρει εκδίκηση.

Γιατί η λογική ή η μέσω των αισθήσεων εντύπωση ειδοποιεί ότι υπήρξε μια προσβολή ή μια ολιγωρία, και τότε ο θυμός, σαν να έχει οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι πρέπει να αρχίσει πόλεμο εναντίον αυτού του πράγματος, αμέσως ξεσηκώνεται.

Όσο για την επιθυμία, φτάνει η λογική ή η αίσθηση να πουν ότι κατιτί είναι ευχάριστο και αμέσως ορμάει [1149b] να το απολαύσει.

Άρα: ο θυμός υπακούει ως κάποιο σημείο στη λογική, η επιθυμία όμως όχι.

Επομένως η επιθυμία είναι πιο επονείδιστη από τον θυμό·

γιατί ο άνθρωπος που είναι ακρατής στον θυμό υποκύπτει κατά κάποιον τρόπο στη λογική, ενώ ο άλλος υποκύπτει στην επιθυμία και όχι στη λογική.

Επίσης: Στους ανθρώπους που υπακούουν στις φυσικές ορέξεις δείχνουμε μεγαλύτερη κατανόηση, καθώς δείχνουμε μεγαλύτερη κατανόηση στο να υπακούει κανείς στις επιθυμίες που είναι κοινές σε όλους τους ανθρώπους, και στον βαθμό που είναι κοινές.

Ο θυμός λοιπόν και η δυστροπία είναι πράγματα πολύ πιο φυσικά από ό,τι είναι οι επιθυμίες για υπερβολικές ηδονές, θέλω να πω: για ηδονές που είναι πέρα από τις ανάγκες της ζωής μας.

Ας θυμηθούμε, π.χ., τον άνθρωπο εκείνον που υπερασπίσθηκε τον εαυτό του για το ότι έδειρε τον πατέρα του λέγοντας:

«Μα και ο δικός μου πατέρας έδερνε τον πατέρα του, κι εκείνος πάλι τον δικό του», και δείχνοντας τον γιο του πρόσθεσε:

«κι αυτός θα δέρνει εμένα όταν θα μεγαλώσει· γιατί έτσι το έχουμε εμείς στην οικογένειά μας»·

όπως και εκείνος που ο γιος του τον τραβούσε να τον βγάλει από το σπίτι και εκείνος του είπε να σταματήσει στην πόρτα, γιατί και ο ίδιος είχε τραβήξει ως εκεί τον δικό του πατέρα.

Έπειτα, όσο πιο δόλιοι και επίβουλοι είναι οι άνθρωποι, τόσο και πιο άδικοι είναι.

Ο οξύθυμος λοιπόν άνθρωπος δεν είναι δόλιος και επίβουλος — όπως δεν είναι κάτι το δόλιο και επίβουλο και ο θυμός·

αντίθετα, είναι ανοιχτός και φανερός· ενώ η επιθυμία είναι δόλια και επίβουλη, όπως λένε ότι ήταν η Αφροδίτη: «γέννημα της Κύπρου η δολοπλόκος», και ο Όμηρος λέει για την κεντητή της ζώνη:

ξελόγιασμα, που ξεγελά και φρόνιμου ακόμη ανθρώπου το μυαλό

Αν, επομένως, η ακράτεια αυτή είναι πιο άδικη και πιο επονείδιστη από την ακράτεια στον θυμό: είναι ακράτεια στην κύρια σημασία της λέξης και κατά κάποιον τρόπο κακία.

Έπειτα, κανένας δεν λυπάται, όταν συμπεριφέρεται προσβλητικά σε κάποιον άλλον·

αντίθετα: αυτός που ενεργεί κυριευμένος από θυμό ό,τι κάνει το κάνει με λύπη του, ενώ αυτός που συμπεριφέρεται προσβλητικά, το κάνει με ευχαρίστηση.

Αν λοιπόν τα πράγματα με τα οποία είναι κατά κύριο λόγο σωστό να οργιζόμαστε είναι τα πιο άδικα, τότε η ακράτεια που οφείλεται στην επιθυμία είναι πιο άδικη από την ακράτεια που οφείλεται στον θυμό·

γιατί στον θυμό δεν υπάρχει το στοιχείο της απρόκλητης προσβολής.

Είναι λοιπόν πια φανερό ότι η ακράτεια στις επιθυμίες είναι πιο επονείδιστη από την ακράτεια στον θυμό, και ότι η εγκράτεια και η ακράτεια έχουν σχέση με τις επιθυμίες και τις σωματικές ηδονές.

Τώρα όμως πρέπει να προσδιορίσουμε τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ τους.

Γιατί, καθώς το είπαμε και στην αρχή, άλλες από αυτές προσιδιάζουν στους ανθρώπους και είναι φυσικές και ως προς το είδος και ως προς την ένταση, άλλες είναι θηριώδεις και άλλες οφείλονται σε σωματικές/οργανικές βλάβες και σε αρρώστιες.

Μόνο με την πρώτη από αυτές τις κατηγορίες σχετίζονται η σωφροσύνη και η ακολασία·

αυτός είναι και ο λόγος που τα ζώα δεν τα λέμε ούτε σώφρονα ούτε ακόλαστα παρά μόνο μεταφορικά και αν κάποιο είδος ζώων στο σύνολό του διαφέρει από άλλα είδη στη λαγνεία, στη βλαπτικότητα και στην αδηφαγία (γιατί στα ζώα δεν υπάρχει ικανότητα επιλογής και προτίμησης ούτε λογική σκέψη, παρά μόνο παρεκκλίσεις από τους κανόνες της φύσης — κάτι σαν τους παράφρονες [1150a] ανθρώπους).

Η θηριότητα όμως είναι κάτι λιγότερο κακό από την κακία, είναι όμως κάτι φοβερότερο και πιο ανησυχητικό: στην περίπτωση του ζώου δεν πρόκειται για φθορά του καλύτερου μέσα του στοιχείου, όπως στην περίπτωση του ανθρώπου — αυτό το «καλύτερο στοιχείο» το ζώο απλώς δεν το έχει.

Είναι λοιπόν σαν να συγκρίνουμε άψυχο με έμψυχο να δούμε ποιό είναι πιο κακό·

γιατί η κακία ενός όντος που δεν έχει μέσα του κινούσα αρχή είναι πάντοτε λιγότερο επιβλαβής, και ο νους είναι κινούσα αρχή.

Είναι λοιπόν σαν να συγκρίνουμε την αδικία με τον άδικο άνθρωπο·

γιατί το καθένα από αυτά τα δύο είναι κατά κάποιο τρόπο πιο κακό από το άλλο·

γιατί ένας κακός άνθρωπος μπορεί να κάνει απείρως περισσότερα κακά από ένα ζώο.

Δείτε κι αυτό: Είστε θυμωμένοι με τον κόσμο του σήμερα;

Επίκουρος: ο κήπος της ευτυχίας

Με πληροφορίες από greek-language.gr

Write A Comment