Τα υπέροχα ζώα,  τα οποία συνεχώς μάς επιβεβαιώνουν πως δεν τα αξίζουμε ως ανθρωπότητα, μας χαρίζουν απλόχερα στιγμές χαράς, συγκίνησης και ευτυχίας.

Ο άνθρωπος ταλαιπωρημένος από επιδερμικές σχέσεις, από την προσποίηση και τον κυνισμό, ψάχνει πολλές φορές να θεραπεύσει την καρδιά του μέσα από την επαφή του με  με τα ζώα.

Ωστόσο, τα ζώα συνοδεύουν τον άνθρωπο από την αρχή της ιστορικής του πορείας.

Έτσι, στα ομηρικά έπη, τα πρώτα γραπτά μνημεία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, αισθητοποιείται κατά τρόπο μοναδικό ο βαθύς συναισθηματικός δεσμός που μπορεί να δημιουργηθεί ανάμεσα στα ζώα και τον άνθρωπο.

Άργος, ένας αφοσιωμένος φίλος

Στην Οδύσσεια του Ομήρου στη ραψωδία ρ, ο Οδυσσέας ντυμένος ζητιάνος, καθώς κατευθύνεται στο παλάτι μαζί με τον βοσκό Εύμαιο,  βλέπει έκπληκτος τον Άργο, το πιστό σκυλί του.  Το αξιοσημείωτο  είναι πως ενώ κανείς  δεν είχε αναγνωρίσει τον Οδυσσέα,  ο Άργος  μόλις τον είδε, σήκωσε ξαφνικά τα αυτιά και το κεφάλι του.

Πρόκειται για μια μικρή υπενθύμιση της ικανότητας των ζώων να μας “διαβάζουν”, να διακρίνουν τις πραγματικές μας ανάγκες, την αληθινή μας ταυτότητα.

Ο Οδυσσέας αντικρίζοντας το σκυλί του ταλαιπωρημένο, γεμάτο τσιμπούρια και σχεδόν ανήμπορο, δακρύζει και γυρίζει αλλού το βλέμμα του για να μη γίνει αντιληπτός.

Εκεί τώρα σερνόταν το σκυλί, μ᾽ αμέτρητα τσιμπούρια ο Άργος.
Κι όμως, αναγνωρίζοντας τον Οδυσσέα στο πλάι του,
σάλεψε την ουρά του και κατέβασε πάλι τ᾽ αφτιά του,
όμως τη δύναμη δεν βρήκε να φτάσει πιο κοντά στον κύρη του.
Τον είδε εκείνος, και γυρίζοντας αλλού το βλέμμα του,
σκούπισε ένα δάκρυ — από τον Εύμαιο κρυφά,
για να τον ξεγελάσει. 

 

Ο Άργος,  αφού κατάφερε να δει το αφεντικό του μετά από είκοσι χρόνια, ξεψυχά, σα να περίμενε αυτό για να σφραγίσει το τέλος της ζωής και της αποστολής του.

Ο θρήνος των αλόγων του Αχιλλέα

Στη ραψωδία Ρ της Ιλιάδας, ο Πάτροκλος, ο οποίος έχει πάρει τα άρματα του Αχιλλέα, θανατώνεται από τον Έκτορα. Γύρω, ΄όμως, από το άψυχο κορμί του μαίνεται η μάχη ανάμεσα σε Αχαιούς και Τρώες.

Στο δράμα αυτό συμμετέχουν και τα αθάνατα άλογα του Αχιλλέα, γαμήλιο δώρο των θεών στον πατέρα του, Πηλέα.  Βλέποντας τα ευγενικά αυτά πλάσματα τον Πάτροκλο να κείται νεκρός, αρχίζουν και θρηνούν σαν ανθρώπινα όντα.

Όπως μένει ακίνητη μια στήλη,
που στέκει πάνω στον τάφο ανδρός που πέθανε ή γυναίκας,
έτσι έμεναν ασάλευτα, ζεγμένα στο εξαίσιο άρμα,
με τα κεφάλια χαμηλωμένα στη γη·
ζεστά τα δάκρυα κυλούσαν από τα βλέφαρά τους στο χώμα,
καθώς εμύρονταν αποζητώντας τον ηνίοχο·
η σκόνη ερύπαινε τη θαλερή τους χαίτη
που ξέφευγε από τη ζεύλα και χυνόταν ζερβά δεξιά πλάι στο ζυγό.

Ο θρήνος των αλόγων προκαλεί βαθιά λύπη στο Δία, ο οποίος παρατηρεί από τον Όλυμπο όσα συμβαίνουν στο πεδίο της μάχης.

Όταν τα είδε που εμύρονταν, τα ελυπήθη ο γιος του Κρόνου,
κούνησε το κεφάλι του και είπε μιλώντας στην ψυχή του:
«Αχ δυστυχισμένα, γιατί να σας δώσουμε στον βασιλιά Πηλέα,
αυτός ένας θνητός, και εσείς αγέραστα και αθάνατα.
Μήπως για να γνωρίσετε τον πόνο μαζί με τους δύσμοιρους ανθρώπους;
Γιατί από όλα τα πλάσματα που ανασαίνουν και σαλεύουν πάνω στη γη
κανένα δεν είναι πιο θλιβερό από τον άνθρωπο.

Αυτή η άκρως συγκινητική σκηνή αποτέλεσε την πηγή έμπνευσης για το ακόλουθο ποίημα του Κ. Π. Καβάφη:

Τα Άλογα του Αχιλλέως

Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως·
η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.
Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακριές χαίτες κουνούσαν,
την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν
τον Πάτροκλο που ενιώθανε άψυχο —αφανισμένο—
μια σάρκα τώρα ποταπή —το πνεύμα του χαμένο—
ανυπεράσπιστο —χωρίς πνοή—
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμμένο απ’ την ζωή.

Τα δάκρυα είδε ο Ζευς των αθανάτων
αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο»
είπε «δεν έπρεπ’ έτσι άσκεπτα να κάμω·
καλύτερα να μην σας δίναμε, άλογά μου
δυστυχισμένα! Τί γυρεύατ’ εκεί χάμου
στην άθλια ανθρωπότητα που είναι το παίγνιον της μοίρας.
Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας
πρόσκαιρες συμφορές σάς τυραννούν. Στα βάσανά των
σας έμπλεξαν οι άνθρωποι.» — Όμως τα δάκρυά των
για του θανάτου την παντοτινή
την συμφοράν εχύνανε τα δυο τα ζώα τα ευγενή.

[1897]

Για αυτήν, λοιπόν, την άθλια ανθρωπότητα που είναι το παίγνιον της μοίρας, αυτά τα πλάσματα είναι δώρο ανεκτίμητο, καθώς έχουν τη δύναμη με την αφοσίωση και την αγάπη τους να φωτίζουν το δρόμο που οδηγεί στην καρδιά μας.

Διαβάστε ακόμη: Όταν τα ζώα παραδίδουν μαθήματα ενσυναίσθησης

Write A Comment