Η λέξη «δέος» προέρχεται από το ρήμα «δείδω» που σημαίνει «φοβάμαι» και στα αρχαία ελληνικά είχε κυρίως τη σημασία του φόβου ή δήλωνε την αιτία αυτού.
Στον Όμηρο, ο όρος περιγράφει κυρίως το φόβο της μάχης. («χλωρόν δέος», Ιλ. Ζ’ 479 = αγωνία που σε κάνει να κιτρινίζεις).
Ο «περιδεής» είναι ο άνθρωπος που κατακλύζεται από φόβο, τα «δεινά» είναι όσα προκαλούν φόβο, ενώ ο «δειλός» είναι αυτός που υφίσταται τον φόβο και γι’ αυτό δεν προβαίνει σε γενναίες πράξεις.
«πολλά τά δεινά κοὐδέν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει» · (Σοφοκλής, Αντιγόνη, στ. 332-333 )
( =Πολλά γεννούν το δέος, το μέγα δέος ο άνθρωπος γεννά…)
Από την άλλη ο «ἀδεής» (<α στερητ. + δέος) είναι ο απαλλαγμένος από το φόβο, ο ασφαλής, ενώ η λέξη «ἄδεια» δήλωνε αρχικά την ασφάλεια.
Στην ελληνική μυθολογία, μάλιστα, ο Δείμος ήταν δαίμονας, γιος του Άρη και της Αφροδίτης, ο οποίος ενσάρκωνε τη φρίκη του πολέμου.
Μαζί με τον αδελφό του Φόβο, που ήταν η προσωποποίηση του φόβου, συνόδευε τον πατέρα του στα πεδία των μαχών. Οι μορφές τους στόλιζαν τις περίφημες ασπίδες των Αγαμέμνονα και Αχιλλέα.
Σήμερα τα δύο αδέλφια έχουν δώσει το όνομά τους στους δορυφόρους του πλανήτη Άρη.
Ο ιερός τρόμος
Στα νέα ελληνικά η λέξη δέος δεν είναι συνδεδεμένη τόσο με την έννοια του φόβου, όσο με την έννοια του σεβασμού και του θαυμασμού προς κάποιον ή κάτι.
Πρόκειται για μια λέξη η οποία περιγράφει ένα συναίσθημα που στην πραγματικότητα ο άνθρωπος δυσκολεύεται να εκφράσει με λόγια.
Αναφερόμαστε σε ένα κράμα φόβου, σεβασμού και θαυμασμού.
Δέος μάς προκαλεί κάτι που μάς υπερβαίνει.
Ίσως, όμως, να μην υπάρχει πιο όμορφη ερμηνεία του όρου από αυτήν που διαβάζουμε στο εμβληματικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη, “Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά”:
Ένιωθα βαθιά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση, μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη, μήτε η Νίκη· μα κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: Το Δέος, ο ιερός τρόμος. Τι ‘ναι πέρα από τον ιερό τρόμο; Ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να προχωρέσει.
— Δεν απαντάς; έκαμε ο Ζορμπάς με αγωνία.
Δοκίμασα να δώσω στο σύντροφό μου να καταλάβει τι είναι ο ιερός τρόμος:
— Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά, αποκρίθηκα, απάνω σ’ ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η Γη μας· τ’ άλλα φύλλα είναι τ’ αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα· τ’ οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει· το γευόμαστε, τρώγεται· το χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό.
»Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρα του φύλλου· από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Ανατριχιάζουμε. Μαντεύουμε κάτω μας το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια ανάρια το θρο που κάνουν τ’ άλλα φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν’ ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να φουσκώνει την καρδιά μας. Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει…
Σταμάτησα. Ήθελα να πω: «Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η Ποίηση», μα ο Ζορμπάς δε θα καταλάβαινε και σώπασα.
Ανδριάνα Γ. Ρ.
Διαβάστε ακόμη: Το αλφαβητάρι της ομορφιάς…