Το ρήμα μετέχω χρησιμοποιείται με μεγάλη συχνότητα στην καθημερινή μας επικοινωνία, δηλώνοντας την παρουσία μας σε μια ομάδα ή τη συμμετοχή μας σε μια δραστηριότητα, καθώς και το μερίδιο που μας αναλογεί σε κάτι.
Από την άλλη, ο όρος μέθεξη (αρχ. μέθεξις ), παρόλο που προέρχεται από το ρήμα μετέχω, δεν είναι τόσο εύχρηστος. Μάλλον, πρόκειται για λέξη που ξεχωρίζει για την σπανιότητά της· ένα ακουστικό ή οπτικό ερέθισμα πολλές φορές ακατανόητο και αινιγματικό.
Εντούτοις, στο άκουσμα της λέξης, ακόμη και ο εντελώς αμύητος στο θαυμαστό σύμπαν της ελληνικής γλώσσας, συνειδητοποιεί ίσως με ευκολία πως η λέξη αυτή ανήκει στη χορεία εκείνων των όρων που αποστολή τους δεν είναι να ονομάσουν το ορατό, αλλά να αιχμαλωτίσουν το αόρατο, να δώσουν σχήμα σε ιδέες εκλεκτές, να αποκαλύψουν στον άνθρωπο κάτι πέρα από τη γήινή του πραγματικότητα.
Μέθεξη σημαίνει συνάντηση, επαφή, επικοινωνία κυρίως σε επίπεδο πνευματικό και ψυχικό.
Κατά τη φιλοσοφική παράδοση του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη συμμετοχή των αισθητών πραγμάτων στις ιδέες, τις νοητικές εκείνες κατασκευές που συνιστούν αιώνιες και άφθαρτες οντότητες. Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, μάλιστα, δήλωνε τη συμμετοχή του ανθρώπινου Εἶναι στο θείο Εἶναι (Ντόκας, 1980)
Η λέξη αυτή αποκρυσταλλώνει την προσπάθεια του ανθρώπου να υψωθεί στο ιδεατό έχοντας ως εφαλτήριο την αισθητή του πραγματικότητα, δηλώνει τη δυνατότητά του να αρθεί πάνω από το καθημερινό, το φθαρτό, αφήνοντας την ψυχή του ελεύθερη να περιπλανηθεί σε ένα τόπο θείο και φωτεινό.
Διαβάστε εδώ Το αλφαβητάρι της ομορφιάς…
Βιβλιογραφικές αναφορές
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998). Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών: Θεσσαλονίκη.
ιστότοπος: www.komvos.edu.gr/dictionaries/dictonline/DictOnLineTri.htm
Μπαμπινιώτης, Γ. Δ. (2002). Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (2η εκδ.). Κέντρο Λεξικολογίας ΕΠΕ: Αθήνα.
Ντόκας, Α. (1980). Λεξικό Φιλοσοφικών Όρων. Αστήρ: Αθήνα