Πολλές φορές έχουμε την πεποίθηση -παρά το πεπερασμένο της ύπαρξής μας- πως ο κόσμος γεννήθηκε με εμάς.
Δυσκολευόμαστε συχνά να καταλάβουμε πως δεν προσεγγίζουν όλοι οι άνθρωποι την πραγματικότητα με το δικό μας τρόπο ή καλύτερα δεν της δίνουν όλοι το ίδιο ¨χρώμα¨.
Αναντίρρητα, δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που καταφεύγουμε σε χρωματικές περιγραφές για να αποτυπώσουμε με ακρίβεια τις εντυπώσεις που προκαλούν στο νου μας τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος.
Η συμβολική δύναμη των χρωμάτων, μάλιστα, είναι τέτοια που πλέον αυτά έχουν αναλάβει το δύσκολο έργο να φέρουν στο φως και τις διεργασίες της ψυχής μας.
Στο απολαυστικό και διαφωτιστικό βιβλίο της ελληνίστριας Andrea Marcolongo, “Η Υπέροχη Γλώσσα¨, έχουμε τη μοναδική ευκαιρία ως ομιλητές της ελληνικής γλώσσας να ανακαλύψουμε εκ νέου το μεγαλείο της.
Ανάμεσα στα πολλά που αναφέρει για την αρχαία ελληνική γλώσσα, η συγγραφέας επιχειρεί να μάς βοηθήσει να κατανοήσουμε και τη θέση των χρωμάτων στη ζωή των προγόνων μας.
Μια αέναη πάλη του φωτός με το σκοτάδι
Ο Γκαίτε στη “Θεωρία των χρωμάτων” είχε παρατηρήσει πως τα χρώματα των Ελλήνων είναι ασυνήθιστα και τόσο διαφορετικά από τα δικά μας όσο και η γλώσσα τους.
Μάλιστα κάποιοι μελετητές του 18ου και του 19ου αιώνα υποστήριζαν ότι οι Έλληνες δεν έβλεπαν τα χρώματα.
Προφανώς κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Οι αρχαίοι Έλληνες έβλεπαν τα χρώματα, αλλά με το δικό τους ιδιαίτερο τρόπο.
Τα χρώματα για εκείνους ήταν μία εμπειρία ανθρώπινη και όχι φυσική. Ανάμεσα σε εκείνους και τα χρώματα παρεμβαλλόταν ένα πρίσμα πνευματικό, μια προσπάθεια ερμηνείας του κόσμου.
“Για τους Έλληνες τα χρώματα ήταν πρωτίστως ζωή και φως.”
Ποια ήταν, λοιπόν, αυτά;
Ο Όμηρος στην “Ιλιάδα” και την “Οδύσσεια” αναφέρει μόνο 4 χρώματα: το λευκό του γάλακτος, το πορφυρό κόκκινο του αίματος, το μαύρο της θάλασσας και το κιτρινοπράσινο του μελιού και και των αγρών.
“Μέλαν“ και “λευκόν“ σήμαιναν το σκοτάδι και το φως. Και ακριβώς από την ανάμειξη του φωτός και της σκιάς δημιουργούνταν τα χρώματα των Ελλήνων.
Η ελληνική λέξη “ξανθός” παραπέμπει σε ένα χρώμα που μπορεί να κυμαίνεται από το κίτρινο μέχρι το κόκκινο και το πράσινο. Η απόχρωσή του μπορεί να είναι η θερμή του ώριμου σιταριού μέχρι και το κοκκινωπό θερμό φως της φωτιάς.
Το επίθετο “πορφύρεος” σήμαινε σκοτεινός, ταραγμένος και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε, για να δηλώσει από το κόκκινο του αίματος μέχρι και το μπλε.
Από την άλλη το επίθετο “κυάνεος” (κυανός) παραπέμπει σε ένα μπλε χρώμα, αλλά κατά τρόπο γενικό και αόριστο. Έτσι, μπορεί να δηλώνει το γαλάζιο, το σκούρο κόκκινο, μέχρι και το μαύρο του θανάτου.
Ακόμη το “γλαυκός” συνδέεται άρρηκτα με το φως και περιέγραφε τον πλημμυρισμένο από φως, το λαμπρό. Χρησιμοποιήθηκε, άλλωστε, για να περιγράψει τη θάλασσα που λαμποκοπά.
“Πόσο διαφορετική και πόσο πιο κοντινή στο ανθρώπινο είδος πρέπει να τους φαινόταν η φύση, μιας και στα μάτια τους τα χρώματα των ανθρώπων υπερίσχυσαν και στη φύση, κι έτσι η φύση κολυμπούσε, θα λέγαμε, μέσα στον πολύχρωμο αιθέρα της ανθρωπότητας!”
Φρίντριχ Νίτσε
Ανδριάνα Γ. Ρ.
Διαβάστε ακόμη: Μια γλώσσα που λάτρεψε το φως