Μνήμη και μάθηση πηγαίνουν χέρι-χέρι. Όσο και αν δεν αυτή η σύνδεση μοιάζει παρωχημένη, είναι αδύνατο να διαχωριστεί η μάθηση από τη μνήμη.

Θα πρέπει επίσης να διευκρινιστεί ότι «το να αποστηθίζουμε πληροφορίες» (κάτι που μερικές φορές είναι απαραίτητο) δεν είναι το ίδιο με το να εμπλέκουμε τη μνήμη για την επίτευξη μάθησης.

Τι είναι η μνήμη;

Πρόκειται για την ικανότητα αποθήκευσης και αναπαραγωγής πληροφοριών που λαμβάνουμε από τον εξωτερικό κόσμο.

Κάθε γνώση και δεξιότητα εξαρτάται από τη λειτουργία της μνήμης.

Η μνήμη απαιτεί οι πληροφορίες που συλλέγονται από την εξωτερική πραγματικότητα πρώτα να κωδικοποιούνται, μετά να αποθηκεύονται και τέλος να ανασύρονται.

Αν κάποιο από αυτά τα στάδια της μνήμης δε λειτουργήσει, τότε η πληροφορία ξεχνιέται.

Οι διαφορετικοί τύποι μνήμης

Υπάρχουν περισσότεροι από έναν τύποι μνήμης. Θα μπορούσαμε να τους ταξινομήσουμε ως εξής: αισθητηριακή μνήμη, βραχυπρόθεσμη μνήμη/μνήμη εργασίας και μακροπρόθεσμη μνήμη.

Η αισθητηριακή μνήμη είναι ασυνείδητη, αποτελείται από πληροφορίες που συλλέγονται από τις αισθήσεις και αποστέλλονται στον εγκέφαλο.

Όταν κατευθύνουμε την προσοχή μας σε μια πληροφορία, η μνήμη αυτή γίνεται συνειδητή. Πρόκειται για τη βραχυπρόθεσμη μνήμη/μνήμη εργασίας.

Χρησιμοποιούμε πάντοτε τη μνήμη εργασίας. Για να κατανοήσουμε πώς λειτουργεί αυτός ο τύπος μνήμης, είναι χρήσιμο να τον φανταστούμε ως έναν μικρό χώρο στον οποίο μπορούμε να αποθηκεύσουμε μόνο μια συγκεκριμένη ποσότητα πληροφοριών ταυτόχρονα – πληροφορίες που συλλέγουμε από το εξωτερικό ή πληροφορίες που φέρνουμε στη συνείδησή μας.

Μνήμη εργασίας στην τάξη

Η λειτουργία της μνήμης εργασίας εξαρτάται, λοιπόν, από το πού εστιάζουμε την προσοχή μας και επίσης από το πόσο γρήγορα επεξεργαζόμαστε τις πληροφορίες με τις οποίες εργαζόμαστε.

Ως εκ τούτου, υπάρχουν μαθητές των οποίων η ταχύτητα επεξεργασίας (δηλαδή ο χρόνος που χρειάζονται για να αποθηκεύσουν τις πληροφορίες στη μνήμη εργασίας τους) μπορεί να είναι μεγαλύτερη.

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν την ικανότητα να εργαστούν με τις πληροφορίες, αλλά μάλλον ότι δεν μπορούν να συσσωρεύσουν τόσα πολλά πράγματα ταυτόχρονα στη μνήμη εργασίας.

Και το αντίστροφο: άλλοι μαθητές μπορούν να διαχειριστούν περισσότερες πληροφορίες ταχύτερα.

Η μνήμη εργασίας είναι αυτό που μας επιτρέπει να μαθαίνουμε. Επεξεργάζεται τις πληροφορίες στον εγκέφαλό μας σχεδόν με φυσικό τρόπο – οργανώνοντάς τες, συγκρίνοντας τες με προηγούμενες γνώσεις.

Όταν αποκτούμε επίγνωση της σκέψης μας, βάζουμε σε λειτουργία τη μνήμη εργασίας. Πρέπει λοιπόν οι εκπαιδευτικοί να διδάσκουν με γνώμονα τη μνήμη;

Στην περίπτωση της μνήμης εργασίας, δεν υπάρχει αμφιβολία πως η απάντηση είναι “ναι”.

Η μακροπρόθεσμη μνήμη

Στη μακροπρόθεσμη μνήμη αναφερόμαστε συνήθως, όταν στην καθομιλουμένη κάνουμε λόγο για “μνήμη”, και μπορούμε να την παρατηρήσουμε, όταν θυμόμαστε πράγματα που έχουμε μάθει.

Όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη μνήμη, μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ αυτού που ονομάζουμε ρητή και σιωπηρή μνήμη.

Η ρητή μακροπρόθεσμη μνήμη αντιστοιχεί στον τύπο μνήμης που είναι αποτέλεσμα συνειδητής μάθησης και μπορεί να προκύψει αρκετά γρήγορα. Πρόκειται για τη σημασιολογική και νοηματική μάθηση ή την αυτοβιογραφική και τη συμφραζομένη μάθηση.

Αφού η γνώση έχει υποστεί επεξεργασία στη μνήμη εργασίας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι μεταφέρεται στη μακροπρόθεσμη μνήμη. Ενώ η μνήμη εργασίας είναι περιορισμένη, η μακροπρόθεσμη μνήμη είναι άπειρη.

Η σιωπηρή μακροπρόθεσμη μνήμη είναι ασυνείδητη και αποκτάται μέσω της επανάληψης και της εμπειρίας.

Γνωστή και ως διαδικαστική μνήμη, είναι απαραίτητη στην καθημερινή ζωή, καθώς μας βοηθά να μαθαίνουμε δεξιότητες. Αυτό περιλαμβάνει κινητικές δεξιότητες, όπως το ποδήλατο ή το ράψιμο, αλλά και (και συνδέεται στενά με τον εκπαιδευτικό τομέα) γνωστικές δεξιότητες, όπως η ανάγνωση.

Χωρίς την αυτόματη μάθηση, η ανάγνωση θα ήταν αδύνατη ως γνωστική δεξιότητα. Επίσης, η ικανότητα επίλυσης προβλημάτων, σχεδιασμού κ.λπ.

Απομνημόνευση μέσω της σκέψης

Γιατί λοιπόν λέμε ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε ένα σύστημα μάθησης που βασίζεται στη μνήμη, αν η μνήμη είναι τόσο σημαντική για τη μάθηση;

Επειδή η “εκμάθηση από μνήμης” ή η “απομνημόνευση” οδηγεί αναπόφευκτα στη λήθη των πληροφοριών.

Δεν καθιστά τη μάθηση συνειδητή, δεν χρησιμοποιεί τη μνήμη εργασίας και διδάσκει χωρίς σαφή κατανόηση του νοήματος που κρύβεται πίσω από αυτήν την απομνημόνευση.

Πρέπει να μαθαίνουμε σκεπτόμενοι. Αν ζητάμε από τους μαθητές μόνο να “κάνουν πράγματα” χωρίς να τους κάνουμε να σκεφτούν τι θέλουμε να μάθουν – αν δεν εστιάζουμε την προσοχή τους και δεν τους κάνουμε να επεξεργαστούν τις πληροφορίες – δεν θα υπάρξει ουσιαστική μάθηση.

Η μάθηση απαιτεί την ενεργοποίηση της προηγούμενης γνώσης μέσω ερωτήσεων, τον καθορισμό πραγματικών ή οικείων πλαισίων, την επαναφορά προηγούμενων εμπειριών και αναμνήσεων στη μνήμη εργασίας.

Και όχι μόνο την ενεργοποίηση αυτής της γνώσης, αλλά και την πραγματική διασφάλιση ότι την έχουν κατακτήσει. Χωρίς αυτό το προηγούμενο βήμα, η αντίδραση του μαθητή είναι η απομνημόνευση χωρίς νόημα.

Και αυτός είναι ο λόγος που οι μαθητές ξεχνούν: δεν μπορούν να ενεργοποιήσουν ξανά αυτό που νόμιζαν ότι είχαν απομνημονεύσει, όταν αυτό τίθεται σε άλλα πλαίσια, επειδή η γνώση δεν έχει συνδεθεί με τις πληροφορίες που είχε ήδη η μακροπρόθεσμη μνήμη.

“Καλή” ή “κακή” μνήμη;

Όταν λέμε ότι κάποιος έχει “καλή” μνήμη, συνήθως αναφερόμαστε στην ικανότητά του να θυμάται, να ανακαλεί ό,τι έχει διατηρηθεί στη μακροπρόθεσμη μνήμη. Και, έτσι, λέμε ότι κάποιος που είναι ικανός να θυμάται πολλά πράγματα έχει “καλή μνήμη”.

Όσο πιο βαθιά ριζωμένη είναι η πληροφορία στο μυαλό μας και όσο καλύτερα την έχουμε μάθει, τόσο πιο εύκολο θα είναι να τη θυμόμαστε. Αλλά είναι επίσης απαραίτητο να διευκολύνουμε αυτή τη μνήμη από εκπαιδευτικής πλευράς, να την κάνουμε να μας ακούγεται οικεία και να δώσουμε στοιχεία για την πλαισίωση της.

Στις εξετάσεις, αυτό που μετράμε είναι η ικανότητα μνήμης. Όταν ζητάμε από τους μαθητές να “μελετήσουν”, αυτό που θα έπρεπε να τους ζητάμε είναι να “εξασκηθούν για να δουν αν θυμούνται”.

Η επανάληψη και η προσπάθεια να “μάθουν απ’ έξω” τους κάνει να μην είναι σε θέση να θυμηθούν τις πληροφορίες αργότερα, ακόμη και αν λένε ότι “τις ήξεραν”.

Για το λόγο αυτό, είναι απαραίτητο να ασκούν τη μνήμη τους, να δουλεύουν με τις πληροφορίες και τα νοήματά τους και όχι απλώς να διαβάζουν προσπαθώντας να απομνημονεύσουν.

Πηγή: The conversation

Μπορεί να σας ενδιαφέρουνΌταν οι μυρωδιές ξυπνούν αναμνήσεις

Πώς η άσκηση ενισχύει την υγεία του εγκεφάλου

Όταν χάνουμε κάποιον, ο εγκέφαλός μας παλεύει να επανασχεδιάσει τον νευρωνικό του χάρτη

 

Comments are closed.